- τειχομελής
- -ές, Ααυτός που με τη μελωδία του χτίζει τείχη («κιθάρη τείχομελής» — η κιθάρα τού Αμφίονος, Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + -μελής (< μέλος), πρβλ. ἡδυ-μελής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τειχομελής — walling by music masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek
τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… … Dictionary of Greek